- φθινοπωριάτικος
- φθινοπωριάτικος, -η, -ο και χινοπωριάτικος, -η, -οφθινοπωρινός (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φθινοπωριάτικος — η, ο, Ν φθινοπωρινός. επίρρ... φθινοπωριάτικα Ν κατά το φθινόπωρο, με το φθινόπωρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < φθινόπωρο + κατάλ. ιάτικος (πρβλ. ανοιξ ιάτικος)] … Dictionary of Greek